αλβανόφωνος

αλβανόφωνος
η , ο говорящий по-албански

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλβανόφωνος" в других словарях:

  • αλβανόφωνος — η, ο αυτός που μιλάει την αλβανική γλώσσα ως μητρική, αλλά δεν είναι Αλβανός κατά την εθνικότητα, ο αλβανόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + φωνος < φωνή] …   Dictionary of Greek

  • αλβανόφωνος — η, ο βλ. αλβανόγλωσσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλβανός — ο (Μ Ἀλβανὸς) (Ν θηλ. ίδα) ο κάτοικος τής Αλβανίας ή όποιος κατάγεται από εκεί. [ ΠΑΡ. νεοελλ. αλβανίζω, αλβανικός, αλβανόπουλο. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλβανόγλωσσος, αλβανοελληνικός, αλβανομαθής, αλβανόπαις, αλβανόφιλος, αλβανόφωνος] …   Dictionary of Greek

  • αλβανόγλωσσος — η, ο ο αλβανόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + γλώσσα] …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • αλβανόγλωσσος — αλβανόγλωσσος, η, ο και αλβανόφωνος, η, ο αυτός που, ενώ δεν είναι Αλβανός, μιλά την αλβανική γλώσσα ως μητρική του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»